νυχτοπάτης

νυχτοπάτης
(caprimulgus europaeus). Πτηνό της οικογένειας των Αιγοθηλιδών, τα πολυάριθμα είδη της οποίας είναι διαδεδομένα σε όλη τη Γη, εκτός από μερικά αρχιπελάγη του Ειρηνικού και τις πολικές περιοχές. Από το συνολικό μήκος του, περίπου 30 εκ., τα μισά σχεδόν ανήκουν στην ουρά. Το κεφάλι - μάλλον μεγάλο αλλά πεπλατυσμένο - έχει ευρύ στόμα, στα άκρα του οποίου υπάρχουν μουστάκια. Τα πόδια είναι πολύ κοντά· τα τρία μπροστινά δάχτυλα συνδέονται κατά ένα μέρος μεταξύ τους με μια μεμβράνη. Ενώ την ημέρα μένει ακίνητος στο έδαφος ή στα δέντρα, ο ν. –όπως δείχνει και η ονομασία του– αρχίζει τη δραστηριότητα του στις εσπερινές και νυχτερινές ώρες, για να κυνηγήσει έντομα. Επειδή έχει τη συνήθεια να γυρίζει πάνω από τις στάνες και να μπαίνει στους στάβλους, όπου βρίσκει εύκολα μικρά έντομα, από τα οποία τρέφεται, πήρε εσφαλμένα την ονομασία γιδοβυζάστρα. Κατά το καλοκαίρι, το θηλυκό γεννά μία ή δύο φορές σε μια τρύπα του εδάφους, που τη σκεπάζει με χόρτα ή με βρύα, 2-4 αβγά, στην επώαση των οποίων συμμετέχει και το αρσενικό. Ο ν. είναι διαδεδομένος στις μεσογειακές περιοχές, στην κεντρική Ευρώπη έως τα Ουράλια και στα βρετανικά νησιά· κατά τα μέσα του φθινοπώρου μεταναστεύει από τις ψυχρές ζώνες στην Αφρική, για να διαχειμάσει. O νυχτοπάτης της Νέας Ολλανδίας (2), ο νυχτοπάτης ή νυχτόβιος (3) και ο νυχτοπάτης, που είναι γνωστός ως «φωνασκός» (4). Νυχτοπάτης, γνωστός επιστημονικά ως αιγοθήλης ο ευρωπαϊκός. Ο νυχτοπάτης της Νέας Ολλανδίας.
* * *
ο
1. αυτός που νυχτοπερπατά, νυχτοπερπατητής
2. κοινή ονομασία ενός είδους αιγοθηλόμορφων πτηνών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νύχτα + -πάτης (< πατώ), πρβλ. κορφο-πάτης, ορκο-πάτης].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • νύχτα — και νύκτα, η (ΑΜ νύξ, κτός, Μ και νύκτα) 1. το χρονικό διάστημα από τη δύση μέχρι την ανατολή τού Ηλίου, σε αντιδιαστολή προς την ημέρα (α. «μαύρη είν η νύχτα στα βουνά...» β. «καὶ ἐκάλεσεν ὁ θεὸς τὸ φῶς ἡμέραν καὶ σκότος... νύκτα», ΠΔ) 2. ζόφος …   Dictionary of Greek

  • αιγοθήλης — Πουλί της οικογένειας των αιγοθηλιδών ή καπριμουλγιδών, με πολυάριθμα είδη διαδεδομένα σε όλη τη Γη, εκτός από ορισμένα νησιωτικά συμπλέγματα του Ειρηνικού και από τις πολικές περιοχές. Είναι γνωστός και με τα κοινά ονόματα λαγοβυζάστρα,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”